- νοθογέννητος
- νοθογέννητος, -ον (ΑΜ)αυτός που γεννήθηκε από μη νόμιμο γάμο, νόθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + γεννῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νοθογέννητα — νοθογέννητος of spurious origin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)